- βάμμα
- το, -ατοςδιάλυμα μη πτητικών ουσιών σε αλκοόλη (βάμμα ιωδίου, καμφοράς κτλ.): Βούτηξε το βαμβάκι σε βάμμα ιωδίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βάμμα — that in which a thing is dipped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάμμα — Φαρμακευτικό διάλυμα που παρασκευάζεται είτε με απλή διάλυση είτε με εκχύλιση φαρμακευτικών ουσιών σε κατάλληλο διαλύτη. Οι συνηθισμένοι διαλύτες είναι το οινόπνευμα, μείγματά του με νερό ή αιθέρα και οινοπνευματικά διαλύματα που περιέχουν… … Dictionary of Greek
βαμμάτων — βάμμα that in which a thing is dipped neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάμμασι — βάμμα that in which a thing is dipped neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάμμασιν — βάμμα that in which a thing is dipped neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάμματα — βάμμα that in which a thing is dipped neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάμματι — βάμμα that in which a thing is dipped neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάμματος — βάμμα that in which a thing is dipped neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Butterbämme, die — Die Butterbämme, plur. die n, im gemeinen Leben, ein mit Butter bestrichenes Stück Brot; eine Butterschnitte, in Niedersachsen ein Butterbrot, an andern Orten eine Butterstolle. Weil eine solche Butterbämme im Franz. Bouteram, und im Holländ.… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
οξόβαμμα — το χρωστική ουσία, βάμμα το οποίο παρασκευάζεται με την εμβροχή φυτικών ουσιών μέσα σε ξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < όξος «ξίδι» + βάμμα] … Dictionary of Greek